Το κείμενο και το (υπο)κείμενο της μεταμοντέρνας αμερικανικής συνείδησης στο ποίημα «Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο»

Παρμιτζιανίνο, «Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο» (Autoritratto entro uno specchio convesso), Βιέννη, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης
Παρμιτζιανίνο, «Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο» (Autoritratto entro uno specchio convesso), Βιέννη, Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης

Δια­βά­ζο­ντας το με­γά­λο με­τα­μο­ντέρ­νο ποί­η­μα του Τζον Άσμπε­ρι Αυ­το­προ­σω­πο­γρα­φία σε κυρ­τό κά­το­πτρο (1975), έχει κα­νείς την αί­σθη­ση ότι το κεί­με­νο δια­πνέ­ε­ται από τη βα­θύ­τε­ρη ου­σία μιας νε­ο­α­να­δυό­με­νης υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας στην πο­λυ­ε­πί­πε­δη και, ομο­λο­γου­μέ­νως, αντι­φα­τι­κή –κοι­νω­νι­κο-πο­λι­τι­κά και ιδε­ο­λο­γι­κά– με­τα­μο­ντέρ­να Αμε­ρι­κή. Αν και ο Άσμπε­ρι ανή­κει σύμ­φω­να με την αυ­στη­ρή ακα­δη­μαϊ­κή κα­τά­τα­ξη στη «Σχο­λή της Νέ­ας Υόρ­κης» μα­ζί με τον φί­λο και συ­νο­δοι­πό­ρο του στην ποί­η­ση και στην τέ­χνη Φρανκ Ο’Χά­ρα, δεν περ­νά­ει απα­ρα­τή­ρη­τη η συγ­γέ­νειά του με τον ανα­νε­ω­τι­κό στο­χα­σμό και την ιδιαί­τε­ρη ποι­η­τι­κή πρα­κτι­κή ονο­μά­των όπως ο Oυί­λιαμ Κάρ­λος Oυί­λιαμς και ο Τσαρλς Όλ­σον. Εί­ναι αυ­τός ακρι­βώς ο δη­μιουρ­γι­κός διά­λο­γος ανά­με­σα στις τά­σεις και τις σχο­λές τής (με­τα)μο­ντέρ­νας αμε­ρι­κα­νι­κής ποί­η­σης που αντι­σταθ­μί­ζει με τη φρε­σκά­δα, το ρι­ζο­σπα­στι­σμό και την πρό­κλη­ση τον κα­τά τ’ άλ­λα κυ­ρί­ως συμ­βα­τι­κό, κομ­φορ­μι­στι­κό και μα­τε­ρια­λι­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα μιας κοι­νω­νί­ας που με­τα­πο­λε­μι­κά ισορ­ρο­πεί –άλ­λο­τε αδέ­ξια κι άλ­λο­τε αλα­ζο­νι­κά– ανά­με­σα στην υπε­ρο­χή τού με­γά­λου νι­κη­τή και ρυθ­μι­στή των πα­γκό­σμιων εξε­λί­ξε­ων από τη μία πλευ­ρά, και στα τραύ­μα­τα του πρό­σφα­του πα­ρελ­θό­ντος από την άλ­λη.
Μπο­ρεί λοι­πόν ο Άσμπε­ρι να ανή­κει στη γε­νιά που δια­μορ­φώ­θη­κε σ’ έναν κό­σμο που προ­σπα­θεί να δια­χει­ρι­στεί γε­γο­νό­τα όπως το Ολο­καύ­τω­μα, τη Χι­ρο­σί­μα και το Να­γκα­σά­κι, την εξά­πλω­ση του κομ­μου­νι­σμού και την απά­ντη­ση της Αμε­ρι­κής με τον πιο σκο­τει­νό μα­καρ­θι­σμό, ωστό­σο η ποί­η­σή του δεν εί­ναι στο­χευ­μέ­να πο­λι­τι­κή.[1] Αντί­θε­τα, επι­κε­ντρώ­νε­ται στις λε­πτές απο­χρώ­σεις του θυ­μι­κού και της σκέ­ψης αγ­γί­ζο­ντας πο­λύ δια­κρι­τι­κά το χώ­ρο των ιδε­ών που δια­μορ­φώ­νουν τη σύγ­χρο­νή του πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στο δεύ­τε­ρο μι­σό του 20ου αιώ­να.
Αν και ο Άσμπε­ρι δεν προ­χώ­ρη­σε στη δια­τύ­πω­ση της δι­κής του θε­ω­ρί­ας πά­νω στην ποί­η­ση, όπως ο Όλ­σον με το δο­κί­μιό του Projective Verse (1950) και ο Ο’Χά­ρα με το μα­νι­φέ­στο του με τί­τλο Personism (1961), δεί­χνει εντού­τοις να αξιο­ποιεί δη­μιουρ­γι­κά τις διά­φο­ρες τά­σεις της επο­χής του έχο­ντας πρώ­τα πε­ρά­σει από τη βα­ριά σκιά του μο­ντερ­νι­σμού. Θα πα­ρα­μεί­νει όμως μέ­χρι το τέ­λος ένας από τους με­γά­λους με­τα­μο­ντέρ­νους που με την ποί­η­σή του θα συ­νται­ριά­σει ιδα­νι­κά τον στι­χουρ­γι­κό και νοη­μα­τι­κό δια­σκε­λι­σμό του Γουί­λιαμς δί­πλα στην άναρ­χη χρή­ση των ση­μεί­ων στί­ξης, τη φυ­σι­κή ενέρ­γεια που το ποί­η­μα με­τα­φέ­ρει ανά­λο­γα με την το­πο­θέ­τη­ση των λέ­ξε­ων πά­νω στη λευ­κή σε­λί­δα κα­τά τους τυ­πο­γρα­φι­κούς συ­νειρ­μούς του Όλ­σον, τη δυ­να­μι­κή του αφη­ρη­μέ­νου εξ­πρε­σιο­νι­σμού του Τζάκ­σον Πό­λοκ μα­ζί με την ει­κό­να της αμε­ρι­κα­νι­κής μη­τρό­πο­λης που μοι­ρά­ζε­ται με τον Ο’Χά­ρα, και, τέ­λος, την εσω­τε­ρι­κή ανα­ζή­τη­ση και ανα­κά­λυ­ψη του εαυ­τού μα­κριά από την έκ­θε­ση και τις υπερ­βο­λές των confessional poets.[2]
Προ­τού επι­χει­ρή­σου­με να δια­βά­σου­με τα έξι τμή­μα­τα του ομό­τι­τλου κα­τα­λη­κτι­κού ποι­ή­μα­τος της συλ­λο­γής έχο­ντας υπό­ψη αό­ρι­στα όρους όπως ταυ­τό­τη­τα, ετε­ρό­τη­τα, με­τα­μο­ντέρ­να συ­νεί­δη­ση, ποι­η­τι­κό πει­ρα­μα­τι­σμό και καλ­λι­τε­χνι­κή πρω­το­πο­ρία, μπο­ρού­με να ξε­κι­νή­σου­με μ’ ένα γε­νι­κό­τε­ρο σχό­λιο σχε­τι­κά με την πρώ­τη εντύ­πω­ση που δη­μιουρ­γεί το με­γά­λο υπό εξέ­τα­ση ποι­ή­μα. Με μια μα­τιά εί­ναι εμ­φα­νής η ομοιο­μορ­φία όσον αφο­ρά στην το­πο­θέ­τη­ση των στί­χων επά­νω στην τυ­πω­μέ­νη σε­λί­δα. Η αρ­χι­κή λέ­ξη πά­ντα με κε­φα­λαίο δί­νει το έναυ­σμα για την αδιά­κο­πη εναλ­λα­γή άλ­λο­τε σύ­ντο­μων κι άλ­λο­τε μα­κρύ­τε­ρων στί­χων. Εί­ναι σαν η ποί­η­ση να προ­σπα­θεί να συ­νυ­πάρ­ξει με την αφή­γη­ση δί­νο­ντας ταυ­τό­χρο­να χώ­ρο στο γε­νι­κό και το προ­σω­πι­κό, στο κα­θη­με­ρι­νό και το λό­γιο, στο ευ­τε­λές και το εξε­ζη­τη­μέ­νο. Τι σχέ­ση όμως έχει αυ­τή η ανε­μπό­δι­στη ροή των στο­χα­σμών και των συ­ναι­σθη­μά­των ως δεί­κτης της με­τα­νε­ω­τε­ρι­κής υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας;[3] Πώς συν­δέ­ε­ται ο μα­νιε­ρι­σμός της ύστε­ρης ανα­γέν­νη­σης με τις πρώ­τες με­τα­πο­λε­μι­κές δε­κα­ε­τί­ες της αμε­ρι­κα­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας; Ποια επί­πε­δα σκέ­ψης και λό­γου εξυ­πη­ρε­τού­ναι με την εναλ­λα­γή στην πα­ρου­σί­α­ση από τον Άσμπε­ρι της αυ­το­προ­σω­πο­γρα­φί­ας του Παρ­μι­τζα­νί­νο με το δι­κό του ποι­η­τι­κό κεί­με­νο; Και τε­λι­κά, αν απο­δε­χτού­με την ύπαρ­ξη δύο επι­πέ­δων στον ιδε­ο­λο­γι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό του ποι­η­τή και την ανά­λυ­ση του ποι­ή­μα­τος από τον ανα­γνώ­στη, μπο­ρού­με να υπο­νο­ή­σου­με ότι υπάρ­χει σε κά­θε ενό­τη­τα ένα κεί­με­νο κι ένα (υπο)κεί­με­νο/ συ­γκεί­με­νο/υπόρ­ρη­το νό­η­μα, όπου το πρώ­το πα­ρα­πέ­μπει στον πί­να­κα, ενώ το δεύ­τε­ρο στο ποί­η­μα;
Μια υπο­κει­με­νι­κή απο­κω­δι­κο­ποί­η­ση του ποι­ή­μα­τος απο­τε­λεί ασφα­λώς με­γά­λη πρό­κλη­ση. Ο Άσμπε­ρι ανοί­γει το ποί­η­μα με την ανα­φο­ρά στο εγ­χεί­ρη­μα του Ιτα­λού μα­νιε­ρι­στή ζω­γρά­φου να προ­χω­ρή­σει στην αυ­το­προ­σω­πο­γρα­φία του κοι­τώ­ντας την ει­κό­να του σ’ έναν κυρ­τό κα­θρέ­φτη. Κι ενώ η ανα­φο­ρά στο απο­τέ­λε­σμα εστιά­ζει στην κα­μπυ­λό­τη­τα του μέ­σου που κα­τα­λή­γει σε μια αντα­νά­κλα­ση-πα­ρα­μόρ­φω­ση του εαυ­τού, σύ­ντο­μα ο ποι­η­τής με­τα­φέ­ρε­ται στο συμ­βο­λι­κό επί­πε­δο της τέ­χνης κά­νο­ντας λό­γo για την ψυ­χή, όψεις της οποί­ας επι­τρέ­πει να δού­με αυ­τή ακρι­βώς η ιδιό­τη­τα της κα­μπυ­λό­τη­τας.[4] Κι ενώ αρ­χι­κά «η ψυ­χή κα­θο­ρί­ζει τον εαυ­τό της» (24), στα­δια­κά ο ρό­λος της υπο­νο­μεύ­ε­ται, κα­θώς «πρέ­πει να πα­ρα­μεί­νει στη θέ­ση της, / Αν και αει­κί­νη­τη» (34-35). Το υπο­κεί­με­νο της με­τα­μο­ντέρ­νας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας συ­νει­δη­το­ποιεί «ότι η ψυ­χή δεν εί­ναι πραγ­μα­τι­κά ψυ­χή, / Δεν έχει μυ­στι­κό, εί­ναι μι­κρή, και εφαρ­μό­ζει / Μέ­σα στην κοι­λό­τη­τά της ιδα­νι­κά» (44-46), κα­θώς ο επα­να­προσ­διο­ρι­σμός της ταυ­τό­τη­τας του αν­θρώ­που στη με­τα­πο­λε­μι­κή επο­χή ακο­λου­θεί πιο πε­ρί­πλο­κες διερ­γα­σί­ες και ανα­κα­τα­τά­ξεις. Κι ενώ συ­νε­χί­ζει ν’ απευ­θύ­νε­ται στον καλ­λι­τέ­χνη περ­νώ­ντας πέ­ρα από την επι­φά­νεια του πορ­τρέ­του αλ­λά και της ζω­ής, κα­τα­λή­γει στη με­γά­λη δια­πί­στω­ση ότι τό­σο στο επί­πε­δο του πί­να­κα / ποι­η­τι­κού κει­μέ­νου όσο και στο επί­πε­δο της τέ­χνης / ζω­ής ισχύ­ει η από­λυ­τη σχε­τι­κό­τη­τα: «Επι­βε­βαί­ω­ση που δεν επι­βε­βαιώ­νει τί­πο­τα.» (99). Η ίδια η επο­χή ενά­ντια στα με­γά­λα αφη­γή­μα­τα του πα­ρελ­θό­ντος αντι­φα­τι­κά απο­δυ­να­μώ­νει την ύπαρ­ξη των προ­τύ­πων που μέ­χρι τώ­ρα συ­νι­στού­σαν την εξα­σφά­λι­ση της κοι­νω­νι­κής και οι­κο­νο­μι­κο-πο­λι­τι­κής στα­θε­ρό­τη­τας.
Μο­λο­νό­τι η δεύ­τε­ρη ενό­τη­τα ει­σά­γει ένα πιο προ­σω­πι­κό ύφος, ο Άσμπε­ρι δεν αρ­γεί να συν­δέ­σει την εμπει­ρία του κυρ­τού πί­να­κα με την πα­ρα­δο­χή του άγ­χους που δια­κα­τέ­χει το με­τα­μο­ντέρ­νο κό­σμο με τις πα­ρω­χη­μέ­νες απαι­τή­σεις του κα­τε­στη­μέ­νου: «Δια­κρί­νω σ’ αυ­τό μο­νά­χα το χά­ος / Από το σφαι­ρι­κό σου κα­θρέ­φτη που ορ­γα­νώ­νει τα πά­ντα» (120-121). Η κα­μπυ­λό­τη­τα του κα­θρέ­φτη δεν πα­ρε­μπο­δί­ζει την αντί­λη­ψη της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Αντι­θέ­τως, επι­τρέ­πει την πρό­σβα­ση σε πε­ρισ­σό­τε­ρα επί­πε­δα ανά­λυ­σής της. Κι ενώ ανα­ρω­τιέ­ται κι ο ίδιος γι’ αυ­τήν την δια­στρω­μά­τω­ση των εν­νοιών που αντι­πα­ρέρ­χε­ται την έν­νοια της ομοιο­μορ­φί­ας του υπο­κει­μέ­νου στην με­τα­πο­λε­μι­κή, αμε­ρι­κα­νι­κή, κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με τους στί­χους «Και δεν μπο­ρώ να κα­τα­νο­ή­σω την ενέρ­γεια της ισο­πέ­δω­σης, / Για­τί θα ’πρε­πε τα πά­ντα να συ­νο­ψί­ζο­νται σε ένα πράγ­μα / Ομοιο­γε­νής ου­σία, ένα μάγ­μα από συ­στα­τι­κά» (129-131), πα­ρα­δέ­χε­ται ότι ο άν­θρω­πος κι­νεί­ται πια σ’ έναν κό­σμο όπου όλα έχουν αλ­λά­ξει: «Και­ρό πριν / Τα διά­σπαρ­τα στοι­χεία σή­μαι­ναν κά­τι, / Τα μι­κρά ατυ­χή­μα­τα κι οι απο­λαύ­σεις / Της μέ­ρας κα­θώς προ­χω­ρού­σε άχα­ρα μπρο­στά, / Μια νοι­κο­κυ­ρά να κά­νει μι­κρο­δου­λειές. Κά­τι αδύ­να­το τώ­ρα» (136-140). Το βί­ω­μα της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας δεν μπο­ρεί να εί­ναι το ίδιο για­τί ο κό­σμος δεν εί­ναι πια ο ίδιος.
Η πα­ρα­πά­νω αντί­φα­ση πα­ρελ­θό­ντος-πα­ρό­ντος με την ανα­σφά­λεια του υπο­κει­μέ­νου σε πρώ­το πλά­νο ανα­δια­τυ­πώ­νε­ται στους στί­χους «Το αύ­ριο εί­ναι εύ­κο­λο, το σή­με­ρα όμως αχαρ­το­γρά­φη­το, / Έρη­μο, απρό­θυ­μο σαν κά­θε το­πίο» (151-152). Κι ενώ το από­σπα­σμα πα­ρα­πέ­μπει δυ­να­μι­κά σε στιγ­μές φι­λο­σο­φι­κού στο­χα­σμού, υπάρ­χει η πα­ρα­δο­χή μιας πιο πραγ­μα­τι­στι­κής θε­ώ­ρη­σης της πο­ρεί­ας του κό­σμου: «Κά­ποια μέ­ρα θα προ­σπα­θή­σου­με/ Να κά­νου­με όσο γί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρα/ Και ίσως τα κα­τα­φέ­ρου­με σε με­ρι­κά / Απ’ αυ­τά, ωστό­σο αυ­τό θα εί­ναι / Άσχε­το με την υπό­σχε­ση σή­με­ρα, το δι­κό μας / το­πίο να ξε­μα­κραί­νει πέ­ρα μέ­χρι που εξα­φα­νί­ζε­ται / Στον ορί­ζο­ντα.» (158-164). Η ιδέα ενός μέλ­λο­ντος υπό δια­μόρ­φω­ση και συ­νά­μα αμ­φι­σβή­τη­ση αντι­στοι­χεί συμ­βο­λι­κά στις πα­ρα­μορ­φώ­σεις του πορ­τρέ­του. Επι­πλέ­ον, η στο­χευ­μέ­νη πα­ρά­θε­ση του όρου bizzaria (πα­ρα­δο­ξό­τη­τα) ξε­περ­νά­ει την ανά­λυ­ση του πί­να­κα και σα­φώς υπο­νο­εί τα αλ­λε­πάλ­λη­λα επί­πε­δα της ύπαρ­ξης στο σύγ­χρο­νο κό­σμο μα­ταιώ­νο­ντας τους νό­μους του ρε­α­λι­σμού στην τέ­χνη και τη ζωή, και αφή­νο­ντας με­γά­λα πε­ρι­θώ­ρια προ­σω­πι­κής ερ­μη­νεί­ας: «Κά­τι συμ­βαί­νει που θυ­μί­ζει ζωή, μια κί­νη­ση/ Έξω από το όνει­ρο μέ­σα στην κω­δι­κο­ποί­η­σή του.» (205-206). Μια διαρ­κής ροή ιδε­ών και συ­νεί­δη­σης αντι­κα­θι­στά την πα­ρα­δο­σια­κή αντί­λη­ψη των πραγ­μά­των με το πε­δίο των ερ­μη­νειών να πα­ρα­μέ­νει ανε­ξε­ρεύ­νη­το, όπως και οι συ­νι­στώ­σες ενός κό­σμου που έχει κλο­νι­στεί από τη δυ­να­μι­κή της πρό­σφα­της ιστο­ρί­ας.
Στη συ­νέ­χεια, ο λό­γος με­τα­βαί­νει στα στε­ρε­ό­τυ­πα που αλ­λά­ζουν (ακο­λου­θώ­ντας τις πα­ρα­μορ­φώ­σεις του ίδιου του πορ­τρέ­του;): «Κα­θώς αρ­χί­ζω να το ξε­χνώ / Εμ­φα­νί­ζει ξα­νά το στε­ρε­ό­τυ­πό του / Εί­ναι όμως ένα ανοί­κειο στε­ρε­ό­τυ­πο» (207-209). Κι ενώ ο Άσμπε­ρι εξα­κο­λου­θεί ν’ ανα­φέ­ρε­ται στο πορ­τρέ­το και στην ιδιαί­τε­ρη τε­χνι­κή του που πα­ρα­μορ­φώ­νει την ει­κό­να προ­κα­λώ­ντας την εντύ­πω­ση της κλα­σι­κής αρ­μο­νί­ας και ομορ­φιάς, επα­νέρ­χε­ται στην πα­ρα­δο­ξό­τη­τα της επο­χής του που δεί­χνει να τον απα­σχο­λεί πε­ρισ­σό­τε­ρο από τη συμ­βο­λι­κή του πραγ­μα­τεία πά­νω σε θέ­μα­τα ανα­γεν­νη­σια­κού μα­νιε­ρι­σμού: «Έχου­με ξε­χά­σει, πραγ­μα­τι­κά ξε­χά­σει / Πράγ­μα­τα που φαί­νο­νται άγνω­στα πια όταν / Τα ξα­να­συ­να­ντού­με, χα­μέ­να πέ­ρα από την πα­ρα­δο­χή / Πως κά­πο­τε ήταν δι­κά μας.» (213-216). Πί­να­κας και ποί­η­μα, ζω­γρά­φος και ποι­η­τής, θε­α­τής και ανα­γνώ­στης, ει­κό­να και λό­γος, συ­νεί­δη­ση και ασυ­νεί­δη­το, όλα υπα­κού­ουν στον αρ­χι­κό στό­χο του Παρ­μι­τζα­νί­νο: «Να με­τα­δώ­σει μια αί­σθη­ση νε­ω­τε­ρι­σμού και κα­τά­πλη­ξης στο θε­α­τή» (221).
Εντω­με­τα­ξύ, από τη Ρώ­μη του Φραν­τσέ­σκο με­τα­φε­ρό­μα­στε στη Βιέν­νη όπου ο Άσμπε­ρι εί­δε τον πί­να­κα το κα­λο­καί­ρι του 1959 και, τέ­λος, στην εμ­βλη­μα­τι­κή Νέα Υόρ­κη της επο­χής του ποι­ή­μα­τος που εί­ναι «ένας λο­γά­ριθ­μος / Άλ­λων πό­λε­ων» (258-259). Και πά­λι εδώ πα­ρει­σφρέ­ει η έν­νοια της δια­στρω­μά­τω­σης που δια­δο­χι­κά περ­νά­ει από τον πί­να­κα και το ποί­η­μα στον τό­πο ως σκη­νι­κό κά­θε λο­γής ζυ­μώ­σε­ων. Κι ενώ η αί­σθη­ση μιας ανα­πό­τρε­πτης εξέ­λι­ξης γί­νε­ται βε­βαιό­τη­τα, o Άσμπε­ρι δεν πα­ρα­λεί­πει ν’ απευ­θυν­θεί προ­σω­πι­κά στο πρό­σω­πο που τον ενέ­πνευ­σε, στον ζω­γρά­φο που με τον πί­να­κά του κα­θο­δη­γεί το γρά­ψι­μο του με­γά­λου με­τα­μο­ντέρ­νου ποι­ή­μα­τός του: «Αλ­λά κά­τι και­νούρ­γιο βρί­σκε­ται κο­ντά, μια νέα επι­τή­δευ­ση / Στον άνε­μο. Το αντέ­χεις, / Φραν­τσέ­σκο; Εί­σαι αρ­κε­τά δυ­να­τός γι’ αυ­τό;» (268-270). Η δι­φο­ρού­με­νη ερώ­τη­ση δε χρή­ζει απά­ντη­σης. Τό­σο ο λό­γος όσο και το πορ­τρέ­το νω­ρί­τε­ρα απο­δο­μούν την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αντί να τη συ­γκρα­τούν μέ­σω μιας δε­δο­μέ­νης απει­κό­νι­σης/ ερ­μη­νεί­ας: «Ψί­θυ­ροι μιας λέ­ξης που δε γί­νο­νται αντι­λη­πτοί» (275).[5]
Τέ­λος, ο Άσμπε­ρι, σε μια δο­κι­μια­κής γρα­φής ενό­τη­τα-έξο­δο συ­νε­χί­ζει το διά­λο­γο με το πορ­τρέ­το και το δη­μιουρ­γό του με­τα­βαί­νο­ντας στα­δια­κά από την απο­δο­χή μιας προ­δια­γε­γραμ­μέ­νης ύπαρ­ξης σε πιο ανα­τρε­πτι­κές οδούς. Ταυ­τό­χρο­να, πα­ρα­θέ­τει τον μέ­χρι τώ­ρα κα­νό­να στην τέ­χνη και τη ζωή: «Η ομορ­φιά ανα­γνω­ρί­ζε­ται μό­νο σε σχέ­ση με μια συ­γκε­κρι­μέ­νη / Ζωή, ως βί­ω­μα ή μη, που διο­χε­τεύ­ε­ται μέ­σω κά­ποιας μορ­φής / Βου­τηγ­μέ­νης στη νο­σταλ­γία ενός συλ­λο­γι­κού πα­ρελ­θό­ντος.» (326-328). Πα­ρό­λ’ αυ­τά, η με­τα­νε­ο­τε­ρι­κή επο­χή που αντι­προ­σω­πεύ­ει επι­τάσ­σει την προ­σο­χή σε μια νέα συ­νεί­δη­ση του εαυ­τού: «Πε­ρι­λαμ­βά­νει την προ­σο­χή στον εαυ­τό» (406). Με αφε­τη­ρία τον πί­να­κα, ο ποι­η­τής παί­ζει με την αλ­λη­λε­πί­δρα­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και της πα­ρα­μόρ­φω­σής της που σε σύγ­χρο­νους κοι­νω­νι­κούς όρους δεν εί­ναι πα­ρά η υπο­κρι­σία της με­τα­πο­λε­μι­κής Αμε­ρι­κής που έχει αρ­χί­σει όμως να κλο­νί­ζε­ται ήδη από τα κοι­νω­νι­κά κι­νή­μα­τα της τα­ρα­χώ­δους δε­κα­ε­τί­ας του 1960: «Η επο­χή μας τεί­νει να εί­ναι προ­σχη­μα­τι­κή, συμ­βι­βα­σμέ­νη/ Από τη θέ­λη­ση του πορ­τρέ­του να υπο­μέ­νει. Υπο­νο­εί / Τη δι­κή μας, που ελ­πί­ζα­με να κρα­τή­σου­με κρυμ­μέ­νη.» (411-413). Εί­ναι μια κοι­νω­νία που ανα­λώ­νε­ται σε «παι­χνί­δια ει­κό­νας» (427) … «μέ­σα σε μια ομί­χλη κα­τα­πιε­σμέ­νης κο­ροϊ­δί­ας» (431). Ωστό­σο, σα γνή­σιος καλ­λι­τέ­χνης κι ίδιος κα­τα­λή­γει στην αλή­θεια του πί­να­κα και του ποι­ή­μα­τός του δί­νο­ντας για άλ­λη μια φο­ρά την πα­ράλ­λη­λη ανά­πτυ­ξη του κει­μέ­νου και του (υπο)κει­μέ­νου, εναλ­λα­κτι­κά της τέ­χνης και του ποι­η­τι­κού στο­χα­σμού. Με μια δό­ση αντί­φα­σης εξη­γεί πως ακό­μα και στον κό­σμο της δη­μιουρ­γί­ας υπάρ­χει μια προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη πο­ρεία: «Ότι η ιστο­ρία της δη­μιουρ­γί­ας προ­χω­ρά­ει σύμ­φω­να με / Αυ­στη­ρούς νό­μους, και τα πράγ­μα­τα / Αλή­θεια συμ­βαί­νουν μ’ αυ­τόν τον τρό­πο, πο­τέ όμως αυ­τά / Που ξε­κι­νή­σα­με να πε­τύ­χου­με και θέ­λα­με τό­σο απελ­πι­σμέ­να / Να δού­με να γί­νο­νται πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ο Παρ­μι­τζα­νί­νο / Πρέ­πει να το εί­χε συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει αυ­τό όσο δού­λευε πά­νω στο δι­κό του / Έρ­γο-σα­μπο­τάζ της ζω­ής.» (458-464). Στο ση­μείο αυ­τό η σύν­δε­ση των δύο έρ­γων απο­δει­κνύ­ε­ται έκ­δη­λα στο­χευ­μέ­νη. Το κεί­με­νο και το (υπο)κεί­με­νο/ συ­γκεί­με­νο έχουν ως στό­χο την απο­κά­λυ­ψη του υπο­κει­μέ­νου πέ­ρα από το προ­σω­πείο του ρε­α­λι­σμού. Η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα βρί­σκε­ται πέ­ρα από την άμε­ση αντα­νά­κλα­ση του κυρ­τού κα­θρέ­φτη. Βρί­σκε­ται στ’ αλ­λε­πάλ­λη­λα στρώ­μα­τα της ύπαρ­ξης και των ερ­μη­νειών της. Ο ποι­η­τής ει­σά­γει την έν­νοια της ετε­ρό­τη­τας που θέ­τει πια νέ­ες βά­σεις ζω­ής και ιδε­ο­λο­γί­ας: «Αυ­τή η δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα, αυ­τό το / ‘Αντι-εγώ’ εί­ναι ό,τι απο­μέ­νει να κοι­τά­ξει κα­νείς / Στον κα­θρέ­φτη, αν και κα­νέ­νας δεν μπο­ρεί να πει/ Πώς έφτα­σε να εί­ναι έτσι.» (475-478). Μι­λώ­ντας ο Άσμπε­ρι για «γνώ­ση από δεύ­τε­ρο χέ­ρι» (506), για «ρό­λους που κα­λού­μα­στε να υπο­δυ­θού­με» (524) ολο­κλη­ρώ­νει το πέ­ρα­σμά του στον κό­σμο του κυρ­τού κα­θρέ­φτη με όλες τις πα­ρα­μορ­φώ­σεις της ει­κό­νας να προϊ­δε­ά­ζουν για την πο­λυ­πλο­κό­τη­τα της σύγ­χρο­νής του πραγ­μα­τι­κό­τη­τας: «Κά­θε άν­θρω­πος / Έχει κι από μια με­γά­λη θε­ω­ρία που εξη­γεί το σύ­μπαν/ Ωστό­σο δε λέ­ει την αλή­θεια ολό­κλη­ρη» (499-500). Για τον Άσμπε­ρι η τέ­χνη, η ποί­η­ση και εν τέ­λει η ίδια η ζωή εί­ναι ένα έρ­γο σε εξέ­λι­ξη, το οποίο κα­νείς δεν μπο­ρεί να απο­δώ­σει στην ολό­τη­τά του, κα­θώς μέ­νει πά­ντα ανο­λο­κλή­ρω­το.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Ashbery, John. “Self-Portrait in a Convex Mirror.” Norton Anthology of American Literature, τόμ. E,΄ επιμ. Nina Baym, Norton 2012, σσ. 524-535.
Costello, Bonnie. “John Ashbery and the Idea of the Reader.” Contemporary Literature, τόμ. 23, τχ. 4, 1982, σσ. 493-514.
Norton, Jody. “‘Whispers out of Time’: The Syntax of Being in the Poetry of John Ashbery.” Twentieth Century Literature, τόμ. 41, τχ. 3, 1995, σσ. 281-305.
Olson, Charles. Projective verse. Totem Press 1959.
Perloff, Marjorie G. “‘Transparent Selves’: The Poetry of John Ashbery and Frank O’Hara.” The Yearbook of English Studies,τόμ. 8, 1978, σσ. 171-196.




ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: